- υπόδημα
- Εξωτερικό περικάλυμμα των ποδιών, από δέρμα, ελαστικό ή πανί, γνωστό και με την κοινή ονομασία παπούτσι. Η χρήση του υ. είναι πανάρχαια. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητας φορούσαν υ. κατασκευασμένα από ξύλο, δέρμα ή ύφασμα. Στην αρχαία Ελλάδα η υποδηματοποιία ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη και οι κυριότερες βιοτεχνίες κατασκευής υ. ήταν στις Αμύκλες, το Άργος, τη Ρόδο και τη Σικυώνα. Παρόλο που οι αρχαίοι Έλληνες προτιμούσαν, όπως φαίνεται, τα χαμηλά σανδάλια, γνώριζαν και πολλές φορές χρησιμοποιούσαν διάφορους τύπους υ. όπως τις αρβύλες, τις βαυκίδες, τα διάβαθρα, τα εμπίλια, τις ενδρομίδες, τις κνημίδες, τους κόθορνους, τις κρηπίδες κλπ. Τόσο οι Έλληνες όσο και οι Ρωμαίοι έδειχναν μεγάλη προτίμηση στα τυρρηνικά υ., τα οποία ήταν κομψότατα και πολυτελέστατα. Τα κυριότερα ρωμαϊκά υ. ονομάζονταν βάξεες, γαλλικές, κάλικες, κάλτιοι, ονόνια, σκάβελα και σκουλπόνεες. Αργότερα, οι βυζαντινοί βελτίωσαν τους ελληνικούς και ρωμαϊκούς τύπους υ. και κατασκεύασαν τα λεγόμενα τζαγγία, τους κομπάγους κλπ. Αντίθετα, οι Σλάβοι φορούσαν υποτυπώδη υ., που αποτελούνταν από χοντρές σόλες κάτω από τα πέλματα και μεγάλες πάνινες λουρίδες τις οποίες τύλιγαν στις κνήμες τους. Οι λαοί της δύσης χρησιμοποιούσαν ψηλά υ. με περισκελίδες. Ώς τα τέλη του 19ου αιώνα τα υ. ήταν χειροποίητα με αποτέλεσμα να είναι άκομψα, κακής συνήθως ποιότητας και δυσεύρετα. Τα τελευταία χρόνια η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνικής, οδήγησε στην ίδρυση μεγάλων βιομηχανιών κατασκευής υ. σε μαζική κλίμακα. Τα σύγχρονα προϊόντα της υποδηματοποιίας είναι ανθεκτικότερα, κομψότερα και προσιτά ακόμα και στους οικονομικά αδύνατους καταναλωτές.
Αθλητικά υποδήματα κατάλληλα για αγώνες ταχύτητας τρεξίματος (φωτ. ΑΠΕ).
Ανδρικά υποδήματα (φωτ. ΑΠΕ).
Γυναικεία βραδυνά υποδήματα (φωτ. ΑΠΕ).
* * *το / ὑπόδημα, ΝΜΑ, και τ. πληθ. ποδήματα και ποδέματα Ν, και ὑπόδημαν Μ [ὑποδέω]ειδικό εξωτερικό κάλυμμα για τα πόδια, κατασκευασμένο συνήθως από δέρμα και ενισχυμένο στο κάτω μέρος με χοντρό πέλμα και τακούνι, παπούτσινεοελλ.στον πληθ. τα υποδήματα και ποδήματα(ειδικά) οι μπότεςαρχ.1. πέλμα από δέρμα συγκρατούμενο στο πόδι με ιμάντες, σανδάλι («ποσὶν... ὑποδήματα δοῡσα», Ομ. Οδ.)2. πέταλο3. φρ. α) «ὑπόδημα κοῑλον» — περίβλημα τού ποδιού που φτάνει μέχρι τα σφυρά και καλύπτει ολόκληρο το πόδι (Πολυδ.)β) «εἰς ὑποδήματα γράφω» — καταχωρίζω ως πληρωμή για υποδήματα (Λυσ.)4. παροιμ. φρ. «δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα»(πιθ. για τον Θηραμένη) λεγόταν για άνθρωπο έτοιμο ή πρόθυμο να κάνει τα πάντα (λεξ. Σούδα).
Dictionary of Greek. 2013.